Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιαίνω [v. trans.] ιασιμότητα [s. femm.]
ιακωβινισμός [s. masch.] Ιάσονας [nome pr. masch.]
ιακωβίνοι [s. masch. pl.] ίασπις {ιάσπιδος}
Ιακωβίνος [s. masch.] ιατρεία [s. femm.]
Ιάκωβος {-ου κ. -ώ... ιατρείο [s. nt.]
ίαμα [s. nt.] ιατρική [s. femm.]
ιαματικός [agg.] ιατρικός [agg.]
ιαμβικός [agg.] ιατρογενής [agg.]
ίαμβος {ιάμβ-ου |... ιατροδικαστής {-ή κ. (λό...
ιανιτσάραγας [s. masch.] ιατροδικαστική [s. femm.]
ιανίτσαρης [s. masch.] ιατροδικαστικός [agg.]
ιανίτσαρος [s. masch.] ιατροδικαστίνα [s. femm.]
Ιανός [nome pr. masch.] ιατρός [s. masch. e femm.]
Ιανουαίος [nome pr. masch.] ιαχή [s. femm.]
Ιανουάριος {Ιανουαρίο... ιαχωβάδες [s. masch. pl.]
Ιανουίτης [s. masch.] ιαχωβού [s. femm.]
ιαπετικός [agg.] Ιβανόης [nome pr. masch.]
Ιαπώνας, ((raro)) Ιάπωνας [s. masch.] ιβεντάριο [s. nt.]
Ιαπωνία [s. femm.] ιβεντάριον [s. nt.]
Ιαπωνίδα [s. femm.] ιβηρικός [agg.]
ιαπωνικά [s. nt. pl.] ιβίσκος [s. masch.]
ιαπωνική [agg.] ίγγλα [s. femm.]
ιαπωνικός [agg.] ιγγλώνω [v.]
ίαση {-ης κ. -ά... ιγδίο [s. nt.]
ιάσιμος [agg.] ιγκλού {άκλ.}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: