Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
θυρεοτοξίκωση [s. femm.] Θωμάς [nome pr. masch.]
θυρίδα [s. femm.] θωπεία {θωπειών}
θυροκολλημένος [agg.] θωπευμένος [agg.]
θυροκόλληση [s. femm.] θωπευτικά [avv.]
θυροκολλώ {θυροκολλά... θωπευτικός [agg.]
θυροτηλεόραση {-ης κ. -ά... θωπεύω {θώπευ-σα,...
θυροτηλέφωνο {θυροτηλεφ... θώρακας {θωράκων} ...
θυρόφυλλο {θυροφύλλω... θωρακίζομαι [v. pass.]
θύρσος [s. masch.] θωρακίζω {θωράκισ-α...
θυρωρείο [s. nt.] θωρακικός [agg.]
θυρωρίνα [s. femm.] θωράκιο {θωρακί-ου...
θυρωρός [s. masch. e femm.] θωράκιση [s. femm.]
θυσανοειδής {θυσανοειδ... θωρακισμένος [agg.]
θύσανος {θυσάν-ου ... θωρακοπλαστική [s. femm.]
θυσανωτός [agg.] θωρακοσκόπηση [s. femm.]
θυσία {θυσιών} θωρακοσκοπία [s. femm.]
θυσιάζομαι [v. pass.] θωρακοσκόπιο [s. nt.]
θυσιάζω (θυσί-ασα,... θώραξ [s. masch.]
θυσιασθείς [agg.] θωρηκτό [s. nt.]
θυσιαστήριο {θυσιαστηρ... θώρημαν [s. nt.]
θυσιαστήριος [agg.] θώρι {χωρ. γεν....
θυσιαστής [s. masch.] θωρία [s. femm.]
θύτης {θυτών} θωριά {χωρ. πληθ...
θύω [v. trans.] θωρώ {θωρ-είς κ...
θώκος [s. masch.] Ι, ι [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: