Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
θρασύς {θρασ-έος ... θρηνητικός [agg.]
θρασύτατος [agg.] θρήνοι [s. masch. pl.]
θρασύτερος [agg.] θρηνολόγημα [s. nt.]
θρασύτητα [s. femm.] θρηνολογώ {θρηνολογε...
θραύομαι παθ. αόρ. ... θρήνος [s. masch.]
θραύση {-ης κ. -α... θρηνούμενος [agg.]
θραύσμα {θραύσμ-ατ... θρηνώ {θρηνείς.....
θραύσματα [s. nt. pl.] θρηνώ {θρηνείς.....
θραυσμένος [agg.] θρηνωδία [s. femm.]
θραυστήρας [s. masch.] θρηνωδώ {θρηνωδείς...
θραύω {έθραυσα} ... θρηνών [agg.]
θραψερός [agg.] θρησκεία {θρησκειών...
θρέμματα {θρέμμ-ατο... θρήσκευμα {θρησκεύμ-...
θρεμμένος [agg.] θρησκευόμενος [agg.]
θρεπτικός [agg.] θρησκευτικά [s. nt. pl.]
θρεπτικότατος [agg.] θρησκευτικός [agg.]
θρεπτικότερος [agg.] θρησκευτικότητα {χωρ. πληθ...
θρεπτικότητα [s. femm.] θρησκόληπτη [s. femm.]
θρεπτικώτατος [agg.] θρησκόληπτος [agg.]
θρεπτικώτερος [agg.] θρησκοληψία [s. femm.]
θρέφω {έθρεψα, τ... θρησκομανής {θρησκομαν...
θρέφω {έθρεψα, τ... θρησκομανία [s. femm.]
θρεψερός [agg.] θρήσκος [agg.]
θρέψη {-ης κ. -έ... θριάμβευση [s. femm.]
θρηνητικά [avv.] θριαμβευτής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: