Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
θεαματικότητα {χωρ. πληθ... θεία [s. nt. pl.]
θεάνθρωπος {Θεανθρώπο... θεία {θείες κ. ...
θεάρεστος [agg.] θειαζόλη [s. femm.]
θέαση {-ης κ. -ά... θειάφι {θειαφιού ...
θεατές [s. masch. pl.] θειαφίζω {θειάφισ-α...
θεατής [s. masch.] θειάφισμα [s. nt.]
θεατός [agg.] θειαφισμένος [agg.]
θεατράνθρωπος {θεατρανθρ... θειαφιστήρι {θειαφιστη...
θεατρικά [avv.] θείγος [agg.]
θεατρικός [agg.] θειικός [agg.]
θεατρικότητα {χωρ. πληθ... θεϊκά [avv.]
θεατρίνα {χωρ. γεν.... θεϊκός [agg.]
θεατρινισμός [s. masch.] θείο {χωρ. πληθ...
θεατρινίστικα [avv.] θείον {χωρ. πληθ...
θεατρινίστικος [agg.] θειορκίζω [v. trans e intr.]
θεατρίνος [s. masch.] θείος [agg.]
θέατρο {θεάτρ-ου ... θείος {λαϊκ. κλη...
θεατρογράφος [s. masch.] θειότητα [s. femm.]
θεατρόκοσμος [s. masch.] θειούχος [agg.]
θεατρόφιλος [agg.] θεϊσμός {χωρ. πληθ...
θεατρόφιλος [s. masch. e femm.] θεϊστής [s. masch.]
θεατρώνης {δύσχρ. θε... θεϊστικός [agg.]
θεάφιον [s. nt.] θείτσα [s. femm.]
θεγατέρα [s. femm.] θειώδης {θειώδ-ους...
θεγάτηρ [s. femm.] θειωμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: