Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
θαλλός [s. masch.] θάμπωμα [s. nt.]
θαλλόφυτα {θαλλοφύτω... θαμπωμένος [agg.]
θάλλω {μόνο σε ε... θαμπώνομαι [v. pass.]
θαλπερός [agg.] θαμπώνω {θάμπω-σα,...
θάλπω {έθαλψα} (... θαμπώνω {θάμπω-σα,...
θαλπωρή {χωρ. πληθ... θαμπωτικός [agg.]
θάμα {θαύμ-ατος... θαμώνας [s. masch.]
θαμάζω [v. trans.] θαμώνες [s. masch. pl.]
θάμασμα [s. nt.] θανάσιμα [avv.]
θαμαστός [agg.] θανάσιμος [agg.]
θαμβωτικός [agg.] θανατάς {χωρ. πληθ...
θαμιστικός [agg.] θανατερός [agg.]
θαμμένος [agg.] θανατηφόρα [avv.]
θαμνοειδής [agg.] θανατηφόρος [agg.]
θάμνος [s. masch.] θανατικό [s. nt.]
θαμνοφράχτης [s. masch.] θανατικός [agg.]
θαμνόφυτος [agg.] θανατολογία [s. femm.]
θαμνώδης {θαμνώδ-ου... θανατολογικός [agg.]
θαμνών [s. femm.] θανατοποινίτης {θανατοποι...
θαμνώνας [s. masch.] θανατοποινίτισσα {δύσχρ. θα...
θαμπά [avv.] θάνατος {θανάτ-ου ...
θαμπάδα {χωρ. πληθ... θανατοφοβία {χωρ. πληθ...
θαμπός [agg.] θανατωμένος [agg.]
θάμπος [s. nt.] θανατώνω {θανάτω-σα...
θαμποχάραμα [s. femm.] θανάτωση [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: