Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
θαλασσοπούλια [s. nt. pl.] θαμιστικός [agg.]
θαλασσοταραχή {χωρ. πληθ... θαμμένος [agg.]
θαλασσοφοβία {χωρ. πληθ... θαμνοειδής [agg.]
θαλάσσωμα [s. nt.] θάμνος [s. masch.]
θαλασσώνω {θαλάσσω-σ... θαμνοφράχτης [s. masch.]
Θάλεια [nome pr. femm.] θαμνόφυτος [agg.]
θαλερά [avv.] θαμνώδης {θαμνώδ-ου...
θαλερός [agg.] θαμνών [s. femm.]
θαλερότατος [agg.] θαμνώνας [s. masch.]
θαλερότερος [agg.] θαμπά [avv.]
θαλερότητα [s. femm.] θαμπάδα {χωρ. πληθ...
θαλερώτατος [agg.] θαμπός [agg.]
θαλερώτερος [agg.] θάμπος [s. nt.]
θαλιδομίδη {χωρ. πληθ... θαμποχάραμα [s. femm.]
θαλλός [s. masch.] θάμπωμα [s. nt.]
θαλλόφυτα {θαλλοφύτω... θαμπωμένος [agg.]
θάλλω {μόνο σε ε... θαμπώνομαι [v. pass.]
θαλπερός [agg.] θαμπώνω {θάμπω-σα,...
θάλπω {έθαλψα} (... θαμπώνω {θάμπω-σα,...
θαλπωρή {χωρ. πληθ... θαμπωτικός [agg.]
θάμα {θαύμ-ατος... θαμώνας [s. masch.]
θαμάζω [v. trans.] θαμώνες [s. masch. pl.]
θάμασμα [s. nt.] θανάσιμα [avv.]
θαμαστός [agg.] θανάσιμος [agg.]
θαμβωτικός [agg.] θανατάς {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: