Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ημιεπίσημος {ημιερήμ-ο... ημισέληνος {ημισελήν-...
ημιευθεία {ημιευθειώ... ημιστίχιο {ημιστιχί-...
ημιθανής {ημιθαν-ού... ήμισυ [s. nt.]
ημίθεος {-ου κ. -έ... ήμισυς {ημίσ-εος ...
ημικεφαλία [s. femm.] ημισφαιρικός [agg.]
ημικρανία {ημικρανιώ... ημισφαίριο {ημισφαιρί...
ημικυκλικός [agg.] ημιτελής {ημιτελ-ού...
ημικύκλιο {ημικυκλί-... ημιτελικοί [s. masch. pl.]
ημίλευκος [agg.] ημιτελικός [agg.]
ημιμάθεια [s. femm.] ημιτελώς [avv.]
ημιμαθής {ημιμαθ-ού... ημιτονικός [agg.]
Ημίμετρα [s. nt. pl.] ημιτόνιο {ημιτονί-ο...
ημίμετρο {ημιμέτρ-ο... ημίτονο {ημιτόν-ου...
ημίν [pron.] ημιτονοειδής [agg.]
ημιολία {ημιολιών} ημιυπόγειος [agg.]
ημίονος {ημιόν-ου ... ημιφορτηγό [s. nt.]
ημιπάρεσις [s. femm.] ημίφωνος [agg.]
ημιπερατός [agg.] ημίφως {ημίφωτος ...
ημιπεριφέρεια {ημιπεριφε... ημιχρόνιο {ημιχωνί-ο...
ημιπληγία {ημιπληγιώ... ημίχρονο {ημιχρόν-ο...
ημιπληγικός [agg.] ημίωρο {ημιώρ-ου ...
ημιπληγικός [s. masch.] ημίωρος [agg.]
ημιπολύτιμος [agg.] ημιώροφος {ημιωρόφ-ο...
ημίπτερα [s. nt. pl.] ημπλέπω [v. trans.]
ημίρρευστος [agg.] ημπορώ [v. trans.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: