Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ήλιο το (χωρίς ... ηλιοσκοπία {χωρ. πληθ...
ήλιο– [pref.] ηλιοσκόπιο {ηλιοσκοπί...
ηλιοβασίλεμα {ηλιοβασιλ... ηλιόσπορο [s. nt.]
ηλιοβολή [s. femm.] ηλιόσπορος [s. masch.]
ηλιοβολία {ηλιοβολιώ... ηλιοστάσιο {ηλιοστασί...
ηλιόβολο [s. nt.] ηλιοσυσσωρευτής [s. masch.]
ηλιόγερμα [s. nt.] ηλιοτροπικός [agg.]
ηλιογραφία {ηλιογραφι... ηλιοτρόπιο {ηλιοτροπί...
ηλιογραφικός [agg.] ηλιοτροπισμός [s. masch.]
ηλιογράφος [s. masch.] ηλιοτυπία {ηλιοτυπιώ...
ηλιοθεραπεία {ηλιοθεραπ... ηλιοφάνεια {χωρ. πληθ...
ηλιοθεραπευτικός [agg.] ηλιόφιλος [agg.]
ηλιόκαμα [s. nt.] ηλιοφοβία {χωρ. πληθ...
ηλιοκαμένος [agg.] ηλιόφοβος [agg.]
ηλιοκεντρικός [agg.] ηλιόφως {ηλιόφωτος...
ηλιοκεντρισμός [s. masch.] ηλιοφώτιστος [agg.]
ηλιολάτρης [s. masch.] ηλιόφωτο [s. nt.]
ηλιολατρία {χωρ. πληθ... ηλιόχαρος [agg.]
ηλιόλουστος [agg.] ηλιοχρωμία [s. femm.]
ηλιόλουτρο [s. nt.] ηλιοψημένος [agg.]
ηλιόμετρο [s. nt.] ήλος [s. masch.]
ηλιόμορφος [agg.] ηλύσιος [agg.]
ήλιον {ηλίου | χ... ημαρτημένος [agg.]
ηλιοπληξία {ηλιοπληξι... ήμαρτον [int.]
ήλιος {ήλ-ιου κ.... ημεδαπή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: