Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ηλεκτροκαρδιογράφος [s. masch.] ηλεκτρονική [s. femm.]
ηλεκτροκίνηση {-ης κ. -ή... ηλεκτρονικός [agg.]
ηλεκτροκινητήρας [s. masch.] ηλεκτρονικός [s. masch. e femm.]
ηλεκτροκινητική [s. femm.] ηλεκτρόνιο {ηλεκτρονί...
ηλεκτροκινητικός [agg.] ηλεκτρονόμος [s. masch.]
ηλεκτροκίνητος [agg.] ηλεκτροπαραγωγός [agg.]
ηλεκτροκόλληση [s. femm.] ηλεκτροπηξία {ηλεκτροπλ...
ηλεκτρολογία {χωρ. πληθ... ηλεκτροπληξία [s. femm.]
ηλεκτρολογικός [agg.] ηλεκτροπνευματικός [agg.]
ηλεκτρολόγος [s. masch. e femm.] ηλεκτροσκόπιο [s. nt.]
ηλεκτρόλυση {-ης κ. -ύ... ηλεκτροσόκ [s. nt.]
ηλεκτρολύτης {ηλεκτρολυ... ηλεκτροστατική [s. femm.]
ηλεκτρολυτικός [agg.] ηλεκτροστατικός [agg.]
ηλεκτρολύω [v. trans.] ηλεκτροσυγκόλληση {-ης κ. -ή...
ηλεκτρομαγνήτης {ηλεκτρομα... ηλεκτροσυγκολλητής [s. masch.]
ηλεκτρομαγνητικός [agg.] ηλεκτροσυγκολλώ [v. trans.]
ηλεκτρομαγνητισμός [s. masch.] ηλεκτροσυχνοτρόνιο [s. nt.]
ηλεκτρομεταλλουργία {χωρ. πληθ... ηλεκτροτεχνία {χωρ. πληθ...
ηλεκτρομετρία {χωρ. πληθ... ηλεκτροτεχνικός [s. masch.]
ηλεκτρόμετρο {ηλεκτρομέ... ηλεκτροτεχνίτης [s. masch.]
ηλεκτρομηχανή [s. femm.] Ηλεκτροτυπία [s. femm.]
ηλεκτρομηχανική [s. femm.] ηλεκτρότυπο [s. femm.]
ηλεκτρομηχανικός [agg.] Ηλεκτρότυπο [s. nt.]
ηλεκτρομηχανικός [s. masch. e femm.] ηλεκτρο–υδραυλική [s. femm.]
ηλεκτρονικά [s. nt. pl.] ηλεκτρο–υδραυλικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: