Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ηλεκτροτεχνίτης [s. masch.] ηλιασμένος [agg.]
Ηλεκτροτυπία [s. femm.] ηλιαχτίδα [s. femm.]
ηλεκτρότυπο [s. femm.] ηλιαχτίδες [sost femm. pl.]
Ηλεκτρότυπο [s. nt.] ηλίθιος [agg.]
ηλεκτρο–υδραυλική [s. femm.] ηλιθιότατος [agg.]
ηλεκτρο–υδραυλικός [agg.] ηλιθιότερος [agg.]
ηλεκτροφόρηση [s. femm.] ηλιθιότητα {ηλιθιοτήτ...
ηλεκτροφόρος [agg.] ηλιθίως [avv.]
ηλεκτροφυσιολογία {χωρ. πληθ... ηλιθιώτατος [agg.]
ηλεκτροφωταύγεια {χωρ. πληθ... ηλιθιώτερος [agg.]
ηλεκτροφωταυγής [agg.] ηλικία {ηλικιών}
ηλεκτροφωτίζω [v. trans.] ηλικιωμέμος [s. masch.]
ηλεκτροφωτισμένος [agg.] ηλικιωμένος [agg.]
ηλεκτροφωτισμός [s. masch.] ηλικιώνομαι [v. pass.]
ηλεκτροφώτιστος [agg.] ηλικιώνω [v. trans.]
ηλεκτροφωτοβολία [s. femm.] ήλιο το (χωρίς ...
ηλεκτροφωτοβόλος [agg.] ήλιο– [pref.]
ηλεκτροχειρουργική {χωρ. πληθ... ηλιοβασίλεμα {ηλιοβασιλ...
ηλεκτροχημεία {χωρ. πληθ... ηλιοβολή [s. femm.]
ηλεκτροχημικός [agg.] ηλιοβολία {ηλιοβολιώ...
ηλιάζομαι [v. pass.] ηλιόβολο [s. nt.]
ηλιάζω {έλιασα, λ... ηλιόγερμα [s. nt.]
ηλιακός [agg.] ηλιογραφία {ηλιογραφι...
ηλίανθος {ηλιάνθ-ου... ηλιογραφικός [agg.]
ηλίαση {-ης κ. -ά... ηλιογράφος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: