Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ζαμάνι [s. nt.] ζαρκάδα [s. femm.]
ζαμανφουτισμός [s. masch.] ζαρκάδι {ζαρκαδ-ιο...
ζαμανφουτίστας [s. masch.] ζαρντινιέρα {δύσχρ. ζα...
ζαμανφουτίστρια [s. femm.] ζαρομπασμένος [agg.]
ζαμπόν [s. nt.] ζαρούριν [s. nt.]
ζάντα {ζαντών} ζαρτιέρα {ζαρτιερών...
ζαπέτι [s. nt.] ζαρτιέρες [sost femm. pl.]
ζάπιγκ [s. nt.] ζάρωμα [s. nt.]
ζαπιές [s. masch.] ζαρωματιά [s. femm.]
ζαπίτης [s. masch.] ζαρωμένος [agg.]
ζάπλουτος [agg.] ζαρώνομαι [v. pass.]
ζάπτι [s. nt.] ζαρώνω {ζάρω-σα, ...
ζάρα {χωρ. γεν.... ζαρώνω {ζάρω-σα, ...
ζαρβά [avv.] ζαφαρά [s. femm.]
ζαρβός [agg.] ζαφειρένιος [agg.]
ζαργάνα {χωρ. γεν.... ζαφείρι {ζαφειρ-ιο...
ζάρες [sost femm. pl.] ζαφορά [s. femm.]
ζαρζαβατικά [s. nt. pl.] ζάχαρ [s. nt.]
ζαρζαβατικό [s. nt.] ζαχαράτος [agg.]
ζάρι {ζαρ-ιού |... ζαχαρένιος [agg.]
ζαριά [s. femm.] ζαχαρένος [agg.]
ζάρια [s. nt. pl.] ζάχαρη {χωρ. γεν....
ζαρίφης [s. masch.] Ζαχαρίας [s. masch.]
ζαρίφικος [agg.] ζαχαριασμένος [agg.]
ζαρίφισσα [s. femm.] ζαχαριέρα {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: