Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εφικτός [agg.] εφορεύεται [v. imp.]
έφιμον [s. nt.] εφορευτικός [agg.]
εφίορκος [agg.] εφορεύω {εφόρευσα}...
εφιορκώ [v. trans.] εφορία {εφοριών}
εφίππιο {εφιππί-ου... εφοριακός [agg.]
έφιππος [agg.] εφόρμηση {-ης κ. -ή...
εφιστώ {εφιστάς..... εφορμώ {εφορμάς.....
εφκρούμαι [v. pass.] εφορμών [agg.]
εφόδια [s. nt. pl.] έφορος {εφόρ-ου |...
εφοδιάζομαι [v. pass.] εφόσον [cong.]
εφοδιάζω {εφοδίασ-α... εφτά [agg. num. card.]
εφοδιασμένος [agg.] εφταγωνικός [agg.]
εφοδιασμός [s. masch.] εφτάγωνος [agg.]
εφοδιαστής [s. masch.] εφτάδυμος [agg.]
εφόδιο {εφοδί-ου ... εφτάεδρος [agg.]
εφοδιοπομπή [s. femm.] εφταετία [s. femm.]
έφοδος {εφόδ-ου |... εφτακόσια [agg. num. card.]
εφοπλίζω {εφόπλισ-α... εφτακόσιοι γεν. εφτακ...
εφοπλισμός [s. masch.] εφτακόσοι γεν. εφτακ...
εφοπλιστής [s. masch. e femm.] εφταμελής [agg.]
εφοπλιστικός [agg.] εφταμηνίτικο [s. nt.]
εφοπλιστίνα [s. femm.] εφταμηνίτικος [agg.]
εφοπλίστρια {εφοπλιστρ... εφταμηνίτισσα [s. femm.]
εφορεία [s. femm.] εφτάμηνος [agg.]
εφόρεση [s. femm.] εφταξουσάτος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: