Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εύχομαι {ευχήθηκα}... εφαπτόμενος [agg.]
ευχρηστία [s. femm.] εφαπτότητα [s. femm.]
εύχρηστος [agg.] εφαρμογή [s. femm.]
εύχυμος [agg.] εφαρμόζεται [v. imp.]
ευψυχία {χωρ. πληθ... εφαρμόζομαι [v. pass.]
εύψυχος [agg.] εφαρμόζω (εφάρμ-οσα...
ευωδερός [agg.] εφαρμόζω (εφάρμ-οσα...
ευώδης {ευώδ-ους ... εφαρμόσιμος [agg.]
ευωδία [s. femm.] εφαρμοσιμότητα [s. femm.]
ευωδιά [s. femm.] εφαρμοσμένος [agg.]
ευωδιάζω {μόνο σε ε... εφαρμοστής [s. masch.]
ευωδιαστός [agg.] εφαρμοστός [agg.]
ευωδώ [-είς, -εί... εφέ [s. nt.]
ευώνυμος [agg.] εφεδρεία {εφεδρειών...
ευωχία {ευωχιών} εφεδρείες [sost femm. pl.]
ευωχούμαι {ευωχείσαι... εφεδρικά [avv.]
εφαλείφω [v. trans.] εφεδρικός [agg.]
εφαλτήριο {εφαλτηρί-... εφεδρίνη [s. femm.]
εφάμιλλος [agg.] έφεδρος {κ. εφέδρ-...
εφάπαξ [agg.] έφεδρος [s. masch.]
εφάπαξ [s. nt.] εφειδή [cong.]
εφάπαξ [avv.] εφειδήν [cong.]
εφαπλωματοποιός [s. masch.] εφεκτικός [agg.]
εφάπτομαι {μόνο σε ε... εφεκτικότητα [s. femm.]
εφαπτομένη η γεν. πλη... εφελκίδα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: