Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Ευρυδίκη [s. femm.] ευρωβουλευτίνα [s. femm.]
ευρυθμία [s. femm.] Ευρωβουλή [s. femm.]
εύρυθμος [agg.] ευρωδολάριο {ευρωδολαρ...
ευρυθμότατος [agg.] ευρωκοινοβούλιο {ευρωκοινο...
ευρυθμότερος [agg.] ευρωκομμουνισμός [s. masch.]
ευρυμάθεια [s. femm.] ευρωκομουνισμός [s. masch.]
ευρυμαθέστατος [agg.] ευρωκομουνιστής [s. masch.]
ευρυμαθέστερος [agg.] ευρωκομουνιστικός [agg.]
ευρυμαθής {ευρυμαθ-ο... ευρωκομουνίστρια [s. femm.]
ευρύνομαι [v. pass.] ευρωνόμισμα {ευρωνομίσ...
ευρύνω {εύρυ-να, ... Ευρωπαία [s. femm.]
ευρύς {ευρ-έος |... ευρωπαϊκός [agg.]
ευρύτατος [agg.] Ευρωπαίος [s. masch.]
ευρύτατος [agg.] ευρωπαϊσμός [s. masch.]
ευρύτερος [agg.] ευρωπαϊστής [s. masch.]
ευρύτερος [agg.] ευρωπαΐστρια {ευρωπαϊστ...
ευρύτερος [agg.] Ευρώπη η (χωρίς π...
ευρύτης [s. masch.] ευρωπύραυλος {ευρωπυραύ...
ευρύτητα {χωρ. πληθ... ευρωσοσιαλισμός [s. masch.]
ευρύχωρα [avv.] ευρωσοσιαλιστής [s. masch.]
ευρυχωρία [s. femm.] ευρωστία [s. femm.]
ευρύχωρος [agg.] εύρωστος [agg.]
ευρώ [s. nt.] ευρωστότατος [agg.]
ευρω– [pref.] ευρωστότερος [agg.]
ευρωβουλευτής {θηλ. γεν.... ευσαρκία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: