Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ευπρεπέστερος [agg.] ευρέως [avv.]
ευπρεπής {ευπρεπ-ού... εύρηκα [int.]
ευπρεπίζομαι [v. pass.] ευρήκω [v. trans.]
ευπρεπίζω {ευπρέπισ-... εύρημα {ευρήμ-ατο...
ευπρεπισμός [s. masch.] εύρησις [s. femm.]
ευπρεπώς [avv.] ευριπίδειος [agg.]
ευπρόβλεπτος [agg.] Ευριπίδης {-η κ. -ου...
ευπροσάρμοστος [agg.] ευρίσκομαι [v. pass.]
ευπρόσβλητος [agg.] ευρισκόμενος [agg.]
ευπρόσδεκτα [avv.] ευρίσκω [v. trans.]
ευπρόσδεκτος [agg.] εύρος {εύρους | ...
ευπροσδιόριστος [agg.] εύρους [agg.]
ευπροσηγορία [s. femm.] ευρυγώνιος [agg.]
ευπροσήγορος [agg.] Ευρυδίκη [s. femm.]
ευπρόσιτος [agg.] ευρυθμία [s. femm.]
ευπρόσωπος [agg.] εύρυθμος [agg.]
ευρασιατικός [agg.] ευρυθμότατος [agg.]
εύρεμα [s. nt.] ευρυθμότερος [agg.]
εύρεμαν [s. nt.] ευρυμάθεια [s. femm.]
εύρεση {-ης κ. -έ... ευρυμαθέστατος [agg.]
ευρεσιτεχνία {ευρεσιτεχ... ευρυμαθέστερος [agg.]
ευρετηριάζομαι [v. pass.] ευρυμαθής {ευρυμαθ-ο...
ευρετήριο {ευρετηρί-... ευρύνομαι [v. pass.]
ευρετής [s. masch.] ευρύνω {εύρυ-να, ...
εύρετρα {ευρέτρων} ευρύς {ευρ-έος |...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: