Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ευδαίμων {ευδαίμ-ον... ευεπηρέαστος [agg.]
ευδία {ευδιών} ευεπίφορος [agg.]
ευδιαθεσία {χωρ. πληθ... ευεργεσία {ευεργεσιώ...
ευδιάθετα [avv.] ευεργεσίες [sost femm. pl.]
ευδιάθετος [agg.] ευεργετηθείς [agg.]
ευδιάκριτα [avv.] ευεργέτημα {ευεργετήμ...
ευδιάκριτος [agg.] ευεργετημένος [agg.]
ευδιάλυτος [agg.] ευεργέτης {ευεργετών...
ευδιομετρία [s. femm.] ευεργέτιδα {ευεργετίδ...
ευδιόμετρο [s. nt.] ευεργετικός [agg.]
ευδοκία {χωρ. πληθ... ευεργέτισσα {ευεργετίδ...
ευδοκίμηση {-ης κ. -ή... ευεργετούμαι [v. pass.]
ευδόκιμος [agg.] ευεργετούμενος [agg.]
ευδοκιμώ {ευδοκιμεί... ευεργετώ {ευεργετεί...
ευδοκιμών [agg.] ευερεθιστικότητα [s. femm.]
ευειδέστατος [agg.] ευερέθιστος [agg.]
ευειδέστερος [agg.] ευζωία {χωρ. πληθ...
ευέλικτος [agg.] εύζωνας ο πληθ. κα...
ευελιξία {χωρ. πληθ... ευήθεια [s. femm.]
εύελπις {ευέλπ-ιδο... ευήθης [agg.]
εύελπις ο Ο γεν. ε... ευήκοος [agg.]
ευελπιστώ {ευελπιστε... ευήλατος [agg.]
ευέξαπτος [agg.] ευήλιος [agg.]
ευεξήγητος [agg.] ευημερία {χωρ.πληθ....
ευεξία {χωρ. πληθ... ευημερώ [-είς, -εί...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: