Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ευαγγελίζω [v. trans.] ευάρμοστος [agg.]
ευαγγελικός θηλ. και ε... ευβουλία [s. femm.]
ευαγγέλιο {ευαγγελί-... εύβουλος [agg.]
ευαγγελισθής [s. masch.] εύγε [int.]
ευαγγελισμός [s. masch.] ευγένεια {-ας κ. -ε...
ευαγγελιστής [s. masch.] ευγενείς [s. masch. pl.]
ευαγέστατος [agg.] ευγενέστατος [agg.]
ευαγέστερος [agg.] ευγενέστατος [agg.]
ευαγής {ευαγ-ούς ... ευγενέστερος [agg.]
ευάγωγος [agg.] ευγενέστερος [agg.]
ευάερος [agg.] ευγενής [agg.]
ευαισθησία {δύσχρ. ευ... ευγενής {ευγεν-ούς...
ευαισθητοποίηση [s. femm.] ευγενικά [avv.]
ευαισθητοποιούμαι [v. pass.] ευγενικός [agg.]
ευαισθητοποιώ [-είς, -εί... ευγενικότατος [agg.]
ευαίσθητος [agg.] ευγενικότερος [agg.]
ευάλωτος [agg.] ευγενικότητα [s. femm.]
ευανάγνωστος [agg.] ευγενικώτατος [agg.]
ευαπάτητος [agg.] ευγενικώτερος [agg.]
ευαπρόσδεκτος [agg.] ευγενούσα θηλ.,
ευαρέσκεια {-ας κ. -ε... εύγευστα [avv.]
ευαρέστηση [s. femm.] εύγευστος [agg.]
ευάρεστος [agg.] εύγλωττα [avv.]
ευαρεστούμαι [v. pass.] ευγλωττία [s. femm.]
ευαρεστώ {ευαρεστεί... εύγλωττος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: