Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ετεροτροφισμός [s. masch.] ετοιμοπαράδοτος [agg.]
ετερότροφος [agg.] ετοιμοπόλεμος [agg.]
ετεροφυλλία [s. femm.] ετοιμόρροπος [agg.]
ετερόφυλλος [agg.] έτοιμος [agg.]
ετερόφυλος [agg.] ετοιμότατος [agg.]
ετεροφυλοφιλία [s. femm.] ετοιμότερος [agg.]
ετεροφυλοφιλικός [agg.] ετοιμότητα {χωρ. πληθ...
ετεροφυλόφιλος [agg.] έτος {έτ-ους | ...
ετερόφωτος [agg.] ετότες [avv.]
ετερόχθων {ετερόχθ-ο... ετούνος [agg.]
ετεροχρονίζομαι μππ. ετερο... ετούτος [pron.]
ετερώνυμος [agg.] ετρουσκικός [agg.]
ετήσιος [agg.] Ετρούσκος [s. masch.]
ετησίως [avv.] έτσε [avv.]
έτι [avv.] έτσι [cong.]
ετικέτα [s. femm.] έτσι [avv.]
έτις [avv.] ετσιθελισμός [s. masch.]
ετοιμάζομαι [v. pass.] έτσου [avv.]
ετοιμάζω {ετοίμασ-α... ετυμηγορία {ετυμηγορι...
ετοιμασία {ετοιμασιώ... ετυμολογείται [v. imp.]
ετοιμασμένος [agg.] ετυμολογία {ετυμολογι...
ετοιμόγεννη [agg.] ετυμολογικός [agg.]
ετοιμοθάνατος [agg.] ετυμολογώ {ετυμολογε...
ετοιμολογία [s. femm.] έτυμον [s. nt.]
ετοιμόλογος [agg.] Εύα [nome pr. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: