Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ετερόγαμος [agg.] ετεροπολικός [agg.]
ετερογένεια [s. femm.] ετεροπροσωπία {ετεροπροσ...
ετερογένεση [s. femm.] ετερόρρυθμος [agg.]
ετερογένεσις [s. femm.] έτερος [agg.]
ετερογενής {ετερογεν-... ετεροσεξουαλικός [agg.]
ετεροδημότης {ετεροδημο... ετερόσφαιρα [s. femm.]
ετεροδημότισσα {ετεροδημο... ετεροτροφία [s. femm.]
ετεροδοξία [s. femm.] ετεροτροφικός [agg.]
ετερόδοξος [agg.] ετεροτροφισμός [s. masch.]
ετερόδυνος [s. masch.] ετερότροφος [agg.]
ετερόζυγος [agg.] ετεροφυλλία [s. femm.]
ετεροζυγώτης [s. masch.] ετερόφυλλος [agg.]
ετεροθαλής {ετεροθαλ-... ετερόφυλος [agg.]
ετερόκλητα [avv.] ετεροφυλοφιλία [s. femm.]
ετερόκλητος [agg.] ετεροφυλοφιλικός [agg.]
ετερόκλιτος [agg.] ετεροφυλόφιλος [agg.]
ετεροκυκλικός [agg.] ετερόφωτος [agg.]
ετερομιξία [s. femm.] ετερόχθων {ετερόχθ-ο...
ετερομορφικός [agg.] ετεροχρονίζομαι μππ. ετερο...
ετερομορφισμός [s. masch.] ετερώνυμος [agg.]
ετερόμορφος [agg.] ετήσιος [agg.]
ετερονομία {χωρ. πληθ... ετησίως [avv.]
ετερόνομος [agg.] έτι [avv.]
ετεροπλαστική [s. femm.] ετικέτα [s. femm.]
ετεροπλαστικός [agg.] έτις [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: