Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εποικίζω {εποίκισ-α... εποπτεία {εποπτειών...
εποικισμός [s. masch.] εποπτεύομαι [v. pass.]
εποικοδόμημα {εποικοδομ... εποπτευόμενος [agg.]
εποικοδόμηση {-ης κ. -ή... επόπτευση [s. femm.]
εποικοδομητικά [avv.] εποπτεύω {επόπτευ-σ...
εποικοδομητικός [agg.] εποπτεύων [agg.]
εποικοδομώ [-είς, -εί... επόπτης {-η κ. -όπ...
έποικος [agg.] εποπτικός [agg.]
έποικος [s. masch. e femm.] επόπτος [s. masch.]
εποικώ [-είς, -εί... επόπτρια {εποπτριών...
εποκρατώ [v. trans.] έπος {έπ-ους | ...
έπομαι {μόνο σε ε... επουλώνομαι [v. pass.]
επομένη [s. femm.] επουλώνω {επούλω-σα...
επόμενος λόγ. θηλ. ... επούλωση {-ης κ. -ώ...
επομένως [cong.] επουλώσιμος [agg.]
επόμενως [avv.] επουλωτικός [agg.]
επονείδιστα [avv.] επουράνια {επουρανίω...
επονείδιστος [agg.] επουράνιος [agg.]
επονομάζομαι (συνήθ. πα... επουσιωδέστατος [agg.]
επονομαζόμενος [agg.] επουσιωδέστερος [agg.]
επονομάζω {επονόμασ-... επουσιώδης {επουσιώδ-...
επονομασία [s. femm.] εποφθαλμιώ {εποφθαλμι...
εποξειδικός [agg.] εποφθαλμιώμαι (μόνο στο ...
εποξείδιο [s. nt.] εποχή [s. femm.]
εποποιΐα {εποποιιών... εποχιακός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: