Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επιτήδειος [s. masch.] επιτιμώμαι [v. pass.]
επιτηδειότατος [agg.] επιτόκιο {επιτοκί-ο...
επιτηδειότερος [agg.] επίτοκος {επιτόκ-ου...
επιτηδειότητα [s. femm.] επιτομή [s. femm.]
επίτηδες [avv.] επίτομος [agg.]
επιτήδευμα {επιτηδεύμ... επιτονίζομαι [v. pass.]
επιτηδευματίας [s. masch.] επίτονο [s. nt.]
επιτηδευμένα [avv.] επιτόπιος [agg.]
επιτηδευμένος [agg.] επιτόπου [avv.]
επιτηδεύομαι {επιτηδεύ-... επιτούτο [avv.]
επιτήδευση {-ης κ. -ε... επιτραπέζιος [agg.]
επιτήρηση [-εις] επιτραχήλιο {επιτραχηλ...
επιτηρητής {επιτηρητρ... επιτρέπεται αόρ. επέτρ...
επιτηρήτρια [s. femm.] επιτρεπόμενος [agg.]
επιτηρούμαι [v. pass.] επιτρεπτικός [agg.]
επιτηρούμενος [agg.] επιτρεπτικότητα [s. femm.]
επιτηρώ {επιτηρείς... επιτρεπτός [agg.]
επιτίθεμαι {επιτίθε-σ... επιτρέπω {επέτρεψα,...
επιτιθέμενος [s. masch.] επιτρέπων [agg.]
επιτίμηση [s. femm.] επιτρέχω [v. trans.]
επιτιμητής [agg.] επιτροπεία {επιτροπει...
επιτιμητικός [agg.] επιτροπεύομαι [v. pass.]
επιτίμιο {επιτιμί-ο... επιτροπεύων [agg.]
επίτιμος [agg.] επιτροπή [s. femm.]
επιτιμώ {επιτιμάς.... επιτροπικόν {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: