Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επιστητό {χωρ. πληθ... επισυνάπτομαι (> συνάπτω...
επιστολές [sost femm. pl.] επισυναπτόμενος [agg.]
επιστολή [s. femm.] επισυνάπτω {επισυν-ήψ...
επιστολικός [agg.] επισύναψη [s. femm.]
επιστολογραφία {επιστολογ... επισύρομαι αόρ. επέσυ...
επιστολογράφος [s. masch. e femm.] επισύρω αόρ. επέσυ...
επιστολόχαρτο [s. nt.] επισφαλέστατος [agg.]
επιστόμιο {επιστομί-... επισφαλέστερος [agg.]
επιστρατεύομαι [v. pass.] επισφαλής {επισφαλ-ο...
επιστράτευση {-ης κ. -ε... επισφαλίζω [v. trans.]
επιστρατεύω {επιστράτε... επισφραγίζομαι [v. pass.]
επιστρεπτέος [agg.] επισφραγίζω {επισφράγι...
επιστρεπτός [agg.] επισφράγιση [s. femm.]
επιστρέφομαι αόρ. επέστ... επισφραγιστικός [agg.]
επιστρεφόμενος [agg.] επίσχεση {-ης κ. -έ...
επιστρέφω {επέστρεψα... επισωρεύομαι [v. pass.]
επιστρέφω {επέστρεψα... επισώρευση [s. femm.]
επιστρέφων [agg.] επισωρευτικός [agg.]
επιστροφή [s. femm.] επισωρεύω {επισώρευ-...
επίστρωμα {επιστρώμ-... επιταγή [s. femm.]
επιστρώνομαι [v. pass.] επιτάζομαι [v. pass.]
επιστρώνω {επίστρω-σ... επιτακτικός [agg.]
επίστρωση {-ης κ. -ώ... επιτακτικότατος [agg.]
επιστύλιο {επιστυλί-... επιτακτικότερος [agg.]
επισυμβαίνω {επισυνέβη... επιτακτικότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: