Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επινοητικώτατος [agg.] επίπλαστος [agg.]
επινοητικώτερος [agg.] επιπλέον [avv.]
επινοήτρια {επινοητρι... επίπλευση {-ης κ. -ε...
επινοούμαι [v. pass.] επιπλέω {επέπλευσα...
επινοώ {επινοείς.... επιπλέων [agg.]
επιξενώνομαι [v. pass.] επιπληκτικός [agg.]
επιορκία {επιορκιών... επίπληξη {-ης κ. -ή...
επίορκος [agg.] επιπλήττομαι αόρ. επέπλ...
επίορκος [s. masch.] επιπλήττω {επέπληξα,...
επιορκώ [-είς, -εί... έπιπλο {επίπλ-ου ...
επιούσιος {χωρ. πληθ... επιπλοκή [s. femm.]
επίπαγος [s. masch.] επιπλοποιείο [s. nt.]
επίπασις [s. femm.] επιπλοποιΐα {χωρ. πληθ...
επιπάσσω [v. trans.] επιπλοποιός [s. masch.]
επίπεδο {επιπέδ-ου... επίπλουν [s. nt.]
επιπεδόκοιλος [agg.] επιπλωμένος [agg.]
επιπεδόκυρτος [agg.] επιπλώνομαι [v. pass.]
επιπεδομετρία {χωρ. πληθ... επιπλώνω (επίπλ-ωσα...
επίπεδος [agg.] επίπλωση {-ης κ. -ώ...
επιπεδότητα [s. femm.] επιπολάζω {επιπόλασα...
επιπεδώνω (επιπέδ-ωσ... επιπόλαια [avv.]
επιπεφυκίτιδα {χωρ. πληθ... επιπόλαιος [agg.]
επιπεφυκίτις [s. femm.] επιπολαιότητα {επιπολαιο...
επιπίπτω αόρ. επέπε... επίπονα [avv.]
έπιπλα [s. nt. pl.] επίπονος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: