Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επιμετάλλωση [s. femm.] επιμύθιο [s. nt.]
επιμεταλλωτής [s. masch.] επίναυλος {επιναύλ-ο...
επιμέτρηση {-ης κ. -ή... επίνειο {επινεί-ου...
επιμετρούμαι [v. pass.] επίνευση {-ης κ. -ε...
επιμετρώ {επιμετρ-ε... επινεύω {επένευσα}...
επιμετρώμαι [v. pass.] επινεφρίδια [s. nt. pl.]
επιμηθέας {επιμηθ-εί... επινεφριδικός [agg.]
επιμήκης {επιμήκ-ου... επινεφρίδιος [agg.]
επιμηκύνομαι [v. pass.] επινεφρικός [agg.]
επιμήκυνση {-ης κ. -ύ... επινεφρίτιδα [s. femm.]
επιμηκύνω {επιμήκυ-ν... επινικελώνομαι [v. pass.]
επιμιξία {επιμιξιών... επινικελώνω {επινικέλω...
επιμίσθιο {επιμισθί-... επινικέλωση [s. femm.]
επιμνημόσυνος [agg.] Επινικελωτής [s. masch.]
επιμολυβδώνομαι [v. pass.] επινίκια {επινικίων...
επίμονα [avv.] επινίκιον {επινι-κίο...
επιμονή {χωρ. πληθ... επινίκιος [agg.]
επίμονος [agg.] επινόημα [s. nt.]
επίμονος [s. masch.] επινοημένος [agg.]
επίμορτος [agg.] επινόηση {-ης κ. -ή...
επιμορφώνομαι [v. pass.] επινοητής [s. masch.]
επιμορφώνω {επιμόρφω-... επινοητικός [agg.]
επιμόρφωση {-ης κ. -ώ... επινοητικότατος [agg.]
επιμορφωτικός [agg.] επινοητικότερος [agg.]
επίμοχθος [agg.] επινοητικότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: