Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επικυριαρχία {χωρ. πληθ... επίλοιπος [agg.]
επικυριαρχώ [v. trans.] επιλόχειος [agg.]
επικυρωμένος [agg.] επιλοχίας {επιλοχιών...
επικυρώνω (επικύρ-ωσ... επιλύομαι αόρ. επέλυ...
επικυρώνων [agg.] επίλυση {-ης κ. -ύ...
επικύρωση [-εις] επιλύσιμος [agg.]
επικυρωτικός [agg.] επιλύω {επέλυσα, ...
επίκυψη {-ης κ. -ύ... επιλώρικον [s. nt.]
επιλαμβάνομαι {επιλήφθηκ... επιμανίκια {επιμανικί...
επιλανθάνομαι [v. pass.] επιμαρτυρώ {επιμαρτυρ...
επιλαχούσα [s. femm.] επίμαχος [agg.]
επιλεγμένος [agg.] επιμειξία [s. femm.]
επιλέγω {επέλεξα, ... επιμέλεια {χωρ. πληθ...
επιλεκτικά [avv.] επιμελέστατος [agg.]
επιλεκτικός [agg.] επιμελέστερος [agg.]
επιλεκτικότητα η (χωρίς π... επιμελημένος [agg.]
επίλεκτος [agg.] επιμελής {επιμελ-ού...
επιληπτικός [agg.] επιμελητεία {επιμελητε...
επιληπτικός [s. masch.] επιμελητήριο {επιμελητη...
επιλήσμων {επιλήσμ-ο... επιμελητής [s. masch.]
επιληψία {χωρ. πληθ... επιμελήτρια {επιμελητρ...
επιλήψιμος [agg.] επιμελούμαι {επιμελείσ...
επιλογέας {επιλογ-εί... επιμελώς [avv.]
επιλογή [s. femm.] επίμεμπτος [agg.]
επίλογος {επιλόγ-ου... επιμεμπτός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: