Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επικολλώ {επικολλάς... επικρεμάμενος [agg.]
επικολλώμαι [v. pass.] επικρίνομαι πρτ. και α...
επικόνδυλος [s. masch.] επικρίνω {επέκρινα,...
επικονιάζω [v. trans.] επίκριση {-ης κ. -ί...
επικονίαση {-ης κ. -ά... επικριτής [s. masch.]
επικοντιστής {επικοντισ... επικριτικός [agg.]
επικοντίστρια {επικοντισ... επικρίτρια {επικριτρι...
επικός [agg.] επικρότηση [s. femm.]
επικούρειος [agg.] επικροτούμαι [v. pass.]
επικουρία [s. femm.] επικροτώ {επικροτεί...
επικουρικός [agg.] επίκρουση {-ης κ. -ο...
επικουρισμός [s. masch.] επικρουστήρας [s. masch.]
επίκουρος [agg.] επίκτητος {-ου κ. -ή...
επικουρούμαι [v. pass.] επικύηση {-ης κ. -ή...
επικουρώ {επικουρεί... επικυκλοειδές [agg.]
επικράτεια {-ας κ. (λ... επικυκλοειδής [agg.]
επικρατέστατος [agg.] επίκυκλος [s. masch.]
επικρατέστατος [agg.] επικυριαρχία {χωρ. πληθ...
επικρατέστερος [agg.] επικυριαρχώ [v. trans.]
επικρατέστερος [agg.] επικυρωμένος [agg.]
επικρατέστερος [agg.] επικυρώνω (επικύρ-ωσ...
επικράτηση {-ης κ. -ή... επικυρώνων [agg.]
επικρατώ {επικρατεί... επικύρωση [-εις]
επικρατών [agg.] επικυρωτικός [agg.]
επικρέμαμαι [v. pass.] επίκυψη {-ης κ. -ύ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: