Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επιδένω {επέδεσα, ... επιδιδυμίδα [s. femm.]
επιδεξεύομαι [v. pass.] επιδίδω {επέδωσα, ...
επιδέξια [avv.] επιδικάζομαι [v. pass.]
επιδέξιος [agg.] επιδικάζω {επεδίκασα...
επιδεξιοσύνη [s. femm.] επιδίκαση [s. femm.]
επιδεξιότατος [agg.] επίδικος [agg.]
επιδεξιότερος [agg.] επιδιορθόνω [v. trans.]
επιδεξιότητα [s. femm.] επιδιόρθωμα [s. nt.]
επιδεξιώτατος [agg.] επιδιορθώνομαι [v. pass.]
επιδεξιώτερος [agg.] επιδιορθώνω (επιδιόρθ-...
επιδέξος [agg.] επιδιόρθωση {-ης κ. -ώ...
επιδερμίδα [s. femm.] επιδιορθώσιμος [agg.]
επιδερμικός [agg.] επιδιορθωτής [s. masch.]
επίδεση [s. femm.] επιδιορθώτρια [s. femm.]
επίδεσμοι [s. masch. pl.] επιδιώκεται [v. imp.]
επίδεσμος {επιδέσμ-ο... επιδιώκω {επεδίωξα ...
επιδέχομαι {μόνο σε ε... επιδίωξη {-ης κ. -ώ...
επιδημία {επιδημιών... επιδοκιμάζομαι [v. pass.]
επιδημικός [agg.] επιδοκιμάζω (επιδοκίμ-...
επιδημικότητα [s. femm.] επιδοκιμάζων [agg.]
επιδημιολογία {χωρ. πληθ... επιδοκιμασία {επιδοκιμα...
επιδιαιτησία [s. femm.] επιδοκιμαστέος [agg.]
επιδιαιτητής [s. masch.] επιδοκιμαστικός [agg.]
επιδιασκόπιο {επιδιασκο... επίδομα {επιδόμ-ατ...
επιδίδομαι πρτ. επέδι... επίδοξος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: