Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επειγόντως [avv.] επεμβατικός [agg.]
επείγω [v. trans.] επενδυμένος [agg.]
επείγων {επείγ-οντ... επενδύομαι [v. pass.]
επειδή [cong.] επένδυση {-ης κ. -ύ...
επεικάζω [v. trans.] επενδυτής [s. masch.]
επείν [cong.] επενδύτης {επενδυτών...
επείσακτος [agg.] επενδυτικός [agg.]
επεισοδιακός [agg.] επενδύτρια [s. femm.]
επεισόδιο {επεισοδί-... επενδύω {επένδυσα ...
επεισόδιον [s. nt.] επενέργεια [s. femm.]
έπειτα [avv.] επενεργώ {επενεργεί...
επέκεινα [avv.] επένθεση {-ης κ. -έ...
επεκταμένος [agg.] επενθετικός [agg.]
επέκταση {-ης κ. -ά... επεξεργάζομαι {επεξεργάσ...
επεκτάσιμος [agg.] επεξεργασία {χωρ. πληθ...
επεκτασιμότητα [s. femm.] επεξεργασμένος [agg.]
επεκτατικός [agg.] επεξεργαστής [s. masch.]
επεκτατικότητα [s. femm.] επεξηγηματικός [agg.]
επεκτατισμός [s. masch.] επεξήγηση {-ης κ. -ή...
επεκτείνομαι (> εκτείνω... επεξηγητικός [agg.]
επεκτείνω {επεξέτειν... επεξηγούμαι [v. pass.]
επέλαση {-ης κ. -ά... επεξηγώ [-είς, -εί...
επέλευση {-ης κ. -ε... επέρχομαι {επήλθα (λ...
επεμβαίνω {επενέβην,... επερχόμενοι [s. masch. pl.]
επέμβαση {-ης κ. -ά... επερχόμενος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: