Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επαξίως [avv.] έπαυλη {-ης κ. -α...
επαπειλώ [-είς, -εί... επαυξάνομαι (> αυξάνω)
επάρατος [agg.] επαυξάνω {επαύξη-σα...
επάργυρος [agg.] επαύξηση [s. femm.]
επαργυρωμένος [agg.] επαύριο [avv.]
επαργυρώνομαι [v. pass.] επαύριον [avv.]
επαργυρώνω {επαργύρω-... επαφές [sost femm. pl.]
επαργύρωση [s. femm.] επαφή [s. femm.]
επάρκεια {χωρ. πληθ... επαφίεμαι {επαφίε-μα...
επαρκέστατος [agg.] επαχθέστατος [agg.]
επαρκέστερος [agg.] επαχθέστερος [agg.]
επαρκής {επαρκ-ούς... επαχθής {επαχθ-ούς...
επαρκώ {επαρκείς.... επεθυμώ [v. trans.]
επαρκώς [avv.] επείγει {μόνο στον...
έπαρμα {επάρμ-ατο... επείγομαι {μόνο σε ε...
επαρμένος [agg.] επειγόμενος [agg.]
επαρμόζω [v. trans.] επείγον [s. nt.]
έπαρση {-ης κ. -ά... επειγόντως [avv.]
επαρχία {επαρχιών} επείγω [v. trans.]
επαρχιακός [agg.] επείγων {επείγ-οντ...
επαρχιώτης {επαρχιωτώ... επειδή [cong.]
επαρχιώτικος [agg.] επεικάζω [v. trans.]
επαρχιωτισμός [s. masch.] επείν [cong.]
επαρχιώτισσα {επαρχιωτι... επείσακτος [agg.]
έπαρχος {επάρχ-ου ... επεισοδιακός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: