Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξωφρενικός [agg.] επαγγελματίας {(θηλ. γεν...
εξωφρενικότατος [agg.] επαγγελματικά [avv.]
εξωφρενικότητα [s. femm.] επαγγελματικός [agg.]
εξωφρενικώτατος [agg.] επαγγελματικότητα [s. femm.]
εξωφρενισμός [s. masch.] επαγγελματισμός [s. masch.]
εξώφυλλο {εξωφύλλ-ο... επάγομαι αόρ. επήγα...
εοκικός [agg.] επαγρύπνηση [s. femm.]
εορτάζομαι μπε. εορτα... επαγρυπνώ [-είς, -εί...
εορταζόμενος [agg.] επαγρυπνών [agg.]
εορτάζω {εόρτασ-α,... επάγω αόρ. επήγα...
εορτάζων {εορτάζ-ον... επαγωγή [s. femm.]
εορτάσιμος [agg.] επαγωγικός [agg.]
εορτασμός [s. masch.] έπαθλο {επάθλ-ου ...
εορταστής {εορταστρι... επαινέτης [s. masch.]
εορταστικός [agg.] επαινετικός [agg.]
εορτή [s. femm.] επαινετός [agg.]
εορτολόγιο {εορτολογί... έπαινος [s. masch.]
ΕΟΤ [sigla] επαινούμαι {χωρ. πληθ...
επ'αόριστον [avv.] επαινώ {επαινείς....
επ'αυτοφόρω [avv.] επαινών [agg.]
επ'ευκαιρία [avv.] επαίρομαι {επήρθην, ...
επά [avv.] επαίσχυντα [avv.]
επαγγελία {επαγγελιώ... επαίσχυντος [agg.]
επαγγέλλομαι {επαγγέλθη... επαιτεία {χωρ. πληθ...
επάγγελμα {επαγγέλμ-... επαίτης {επαιτών}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: