Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξηγήσιμος [agg.] εξήντα [agg. num. card.]
εξηγητέος [agg.] εξηνταβελόνης [s. masch.]
εξηγητής [s. masch.] εξηντάρα {χωρ. γεν....
εξηγητική [s. femm.] εξηντάρης {εξηντάρηδ...
εξηγητικός [agg.] εξηνταριά {χωρ. πληθ...
εξηγητός [agg.] εξηνταρία [s. femm.]
εξηγιέμαι [v. pass.] εξηρημένος [agg.]
εξηγορεμένος [agg.] εξής [agg.]
εξηγόρευσις [s. femm.] εξής [avv.]
εξηγούμαι [v. pass.] εξηστρεφτός [agg.]
εξηγώ {εξηγείς..... έξι [agg. num. card.]
εξήκοντα [agg. num. card.] εξιά [s. femm.]
εξηκονταετής [agg.] εξιάζω [v. trans.]
εξηκοντούτις {εξηκο-ντο... εξιδάκτυλος [agg.]
εξηκοστός [agg.] εξιδανικεύομαι [v. pass.]
εξηλειμμός [s. masch.] εξιδανίκευση [s. femm.]
εξηλεκτρίζω [v. trans.] εξιδανικεύω {εξιδανίκε...
εξηλεκτρισμός [s. masch.] εξίδρωμα {εξιδρώμ-α...
εξημερωμένος [agg.] εξιδρώνω [v. intr.]
εξημερώνομαι [v. pass.] εξίδρωση {-ης κ. -ώ...
εξημερώνω {εξημέρω-σ... εξιδρωτικός [agg.]
εξημέρωση [s. femm.] εξιλασμός [s. masch.]
εξημερώσιμος [agg.] εξιλαστήριος [agg.]
εξημμένος [agg.] εξιλεωμένος [agg.]
εξηναγκάζω [v. trans.] εξιλεώνομαι [v. pass.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: