Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξεδικώ [v. trans.] εξελικτιστικός [agg.]
εξεδούλευσις [s. femm.] εξέλιξη {-ης κ. -ί...
εξεδουλεύω [v. trans.] εξελιξιαρχία {χωρ. πληθ...
εξέδρα {εξέδρων} εξελιξικρατία [s. femm.]
εξεζητημένα [avv.] εξελίξιμος [agg.]
εξεζητημένος [agg.] εξελίσσομαι [v. pass.]
εξεζητώ [v. trans.] εξελίσσω {εξέλι-ξα,...
εξεθαμβούμαι [v. pass.] εξελκούμαι [v. pass.]
εξεθαυμάζω [v. trans.] εξελκώ [v. trans.]
εξειδικευμένος [agg.] εξέλκωση {-ης κ. -ώ...
εξειδικεύομαι (εξειδικ-ε... εξελληνίζομαι [v. pass.]
εξειδίκευση [s. femm.] εξελληνίζω {εξελλήνισ...
εξειδικεύω {εξειδίκευ... εξελληνισμός [s. masch.]
εξεικάζω [v. trans.] εξέμεση [s. femm.]
εξεικονίζομαι [v. pass.] εξεμώ {εξεμείς.....
εξεκδίκηση [s. femm.] εξεναντίας [avv.]
εξεκδικώ [v. trans.] εξεξοινίζω [v. trans.]
εξελαφρώνω [v. trans.] εξεπατώ [v. trans.]
εξελεγκτικός [agg.] εξεπίτηδες [avv.]
εξέλεγξη [s. femm.] εξεπλήττω [v. trans.]
εξελέγχω {εξήλεγξα,... εξεργασία {εξεργασιώ...
εξελιγμένος [agg.] εξερεθίζομαι [v. pass.]
εξελικτικιστής [s. masch.] εξερεθίζω {εξερέθισ-...
εξελικτικός [agg.] εξερεθιστικός [agg.]
εξελικτισμός [s. masch.] εξερεύνηση {-ης κ. -ή...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: