Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξερευνητής {εξερευνητ... εξευμενιστικός [agg.]
εξερευνητικός [agg.] εξευρεθείς [agg.]
εξερευνήτρια {εξερευνητ... εξεύρεση {-ης κ. -έ...
εξερευνώ {εξερευνάς... εξευρίσκομαι παθ. αόρ. ...
εξερευνώμαι [v. pass.] εξευρίσκω {εξευρέθην...
εξέρχομαι {μτχ. ενεσ... εξευρωπαΐζομαι [v. pass.]
εξερχόμενος [agg.] εξευρωπαΐζω {εξευρωπάι...
εξεστηκός [agg.] εξευρωπαϊσμός [s. masch.]
εξετάζομαι [v. pass.] εξευτελίζομαι [v. pass.]
εξεταζόμενος [s. masch.] εξευτελίζω {εξευτέλισ...
εξετάζω {εξέτασ-α ... εξευτελισμός [s. masch.]
εξέταση {-ης κ. -ά... εξευτελιστικός [agg.]
εξεταστέος [agg.] εξεφάντωση [s. femm.]
εξεταστής {εξεταστρι... εξέφληση [s. femm.]
εξεταστικά [avv.] εξεφλώ [v. trans.]
εξεταστικός [agg.] εξέχω {εξείχα (π...
εξέταστρα {εξέταστρω... εξέχων [agg.]
εξετάστρια {εξεταστρι... έξη {-ης κ. -ε...
εξευγενίζομαι [v. pass.] εξηγημένος [agg.]
εξευγενίζω {εξευγένισ... εξήγηση {-ης κ. -ή...
εξευγενισμένος [agg.] εξηγήσιμος [agg.]
εξευγενισμός [s. masch.] εξηγητέος [agg.]
εξευμενίζομαι [v. pass.] εξηγητής [s. masch.]
εξευμενίζω {εξευμένισ... εξηγητική [s. femm.]
εξευμενισμός [s. masch.] εξηγητικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: