Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξαίσιος [agg.] εξαλείπτω [v. trans.]
εξαιτίας [prep.] εξαλεισμός [s. masch.]
εξαιτούμαι {εξαιτείσα... εξαλείφομαι [v. pass.]
εξαίφνης [avv.] εξαλείφω {εξάλει-ψα...
εξακολούθηση {-ης κ. -ή... εξάλειψη [s. femm.]
εξακολουθητικά [avv.] έξαλλα [avv.]
εξακολουθητικός [agg.] εξαλλαγή [s. femm.]
εξακολουθώ {εξακολουθ... έξαλλος [agg.]
εξακολουθώ {εξακολουθ... εξαλλοσύνη [s. femm.]
εξακοντίζομαι [v. pass.] εξάλλου [avv.]
εξακοντίζω {εξακόντισ... εξάμβλωμα {εξαμβλώμ-...
εξακόντιση [s. femm.] εξαμελής [agg.]
εξακοντιστικός [agg.] εξαμερικανίζω {εξαμερικά...
εξακόσια [s. nt.] εξάμετρα [s. nt. pl.]
εξακόσιοι {εξακοσίων... εξάμετρο {εξαμήν-ου...
εξακοσιοστός [agg.] εξαμηνία [s. femm.]
εξακόσοι γεν. εξακο... εξαμηνιαίος [agg.]
εξακριβωμένος [agg.] εξάμηνο [avv.]
εξακριβώνομαι [v. pass.] εξάμηνος [agg.]
εξακριβώνω {εξακρίβω-... εξαμπλώνω [v. trans.]
εξακρίβωση {-ης κ. -ώ... εξαναγκάζομαι [v. pass.]
εξακριβώσιμος [agg.] εξαναγκάζω {εξανάγκασ...
εξακύλινδρος [agg.] εξαναγκάσιμος [agg.]
εξαλάτωση {-ης κ. -ώ... εξαναγκασμένος [agg.]
εξαλειπτικός [agg.] εξαναγκασμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: