Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εντυπωσιακός [agg.] ενωμοτία {ενωμοτιών...
εντυπωσιακότατος [agg.] ενώνομαι [v. pass.]
εντυπωσιακότερος [agg.] ενώνω {ένω-σα, -...
εντυπωσιακώτατος [agg.] ενώπιον [avv.]
εντυπωσιακώτερος [agg.] ενωρίς [avv.]
εντυπωσιασμένος [agg.] ένωση {-ης κ. -ώ...
εντυπωσιασμός [s. masch.] ενωσιακός [agg.]
εντυπωτικός [agg.] ενωτικός [agg.]
ενυδατωμένος [agg.] ενωτικός [s. masch.]
ενυδατώνομαι (ενυδατ-ώθ... ενώτιο {ενωτί-ου ...
ενυδατώνω {ενυδάτω-σ... ενωτισμός [s. masch.]
ενυδάτωση [s. femm.] εξ [prep.]
ενυδατωτικός [agg.] εξ [agg. num. card.]
ενυδρείο [s. nt.] εξαγγελία {εξαγγελιώ...
ένυδρο [s. nt.] εξαγγέλλομαι πρτ. εξάγγ...
ένυδρος [agg.] εξαγγέλλω {εξ-ήγγειλ...
ενυπάρχω {ενυπήρξα}... εξάγγελος {εξαγγέλ-ο...
ενυπάρχων [agg.] εξαγιάζομαι [v. pass.]
ενυπνιάζομαι (ενυπνιάσθ... εξαγιάζω {εξαγίασ-α...
ενυπόγραφος [agg.] εξαγιασμός [s. masch.]
ενυπόστατος [agg.] εξαγνίζομαι [v. pass.]
ενώ [cong.] εξαγνίζω {εξάγνισ-α...
ενώ [v. trans.] εξαγνισμένος [agg.]
ενωμένος [agg.] εξαγνισμός [s. masch.]
ενωμοτάρχης [s. masch.] εξαγνιστήριος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: