Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ένθερμος [agg.] ενθυμίζω {ενεθύμισα...
ένθεση {-ης κ. -έ... ενθύμιο {ενθυμί-ου...
ένθετο {ενθέτ-ου ... ενθυμούμαι {ενθυμείσα...
ένθετος [agg.] ενιαίος [agg.]
ενθέτω {ενέθεσα, ... ενιαύσιος [agg.]
ενθουσιάζομαι [v. pass.] ενίδρυση [s. femm.]
ενθουσιάζω (ενθουσί-α... ενιδρύω [v. trans.]
ενθουσίαση [s. femm.] ενικός {χωρ. πληθ...
ενθουσιασμένος [agg.] ενικός [s. masch.]
ενθουσιασμός [s. masch.] ενίοτε [avv.]
ενθουσιαστής [s. masch.] ενισμός {χωρ. πληθ...
ενθουσιαστικά [avv.] ενίσταμαι {ενίστα-σα...
ενθουσιαστικός [agg.] ενιστικός [agg.]
ενθουσιώ [-άς, -ά] ενισχυμένος [agg.]
ενθουσιώδης {ενθουσιώδ... ενισχύομαι [v. pass.]
ενθουσιωδώς {ενθρόνισ-... ενίσχυση {-ης κ. -ύ...
ενθρονίζομαι [v. pass.] ενισχυτής [s. masch.]
ενθρονίζω (ενθρόν-ισ... ενισχυτικός [agg.]
ενθρόνιση [s. femm.] ενισχύω {ενίσχυ-σα...
ενθυλακώνω {ενθυλάκω-... ενναμήνια [avv.]
ενθυλάκωση [s. femm.] ενναούργιος [agg.]
ενθύμημα {ενθυμήμ-α... ενναπλώ [v. trans.]
ενθύμηση {-ης κ. -ή... εννέα [agg. num. card.]
ενθυμητικό {χωρ. πληθ... εννεάγωνο [s. nt.]
ενθυμητικόν [s. nt.] εννεαετής [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: