Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ενεργούμαι [v. pass.] ένζυμο {ενζύμ-ου ...
ενεργώ {ενεργείς.... ενζυμολογία {χωρ. πληθ...
ενεργώούμαι αόρ. ενήργ... ενζωοτικός [agg.]
ενεργών [agg.] ενήδονος [agg.]
ένεση {-ης κ. -έ... ενηλικιότητα [s. femm.]
ενεστώτας [s. masch.] ενηλικιώνομαι {ενηλικιώ-...
ενετικός [agg.] ενηλικίωση [-εις]
Ενετοκρατία {χωρ. πληθ... ενήλικος {ενηλίκ-ου...
Ενετός [s. masch.] ενήμερος [agg.]
ενέχομαι (μόνο στο ... ενημερότητα [s. femm.]
ενεχόμενος [agg.] ενημερωμένα [avv.]
ενεχυριάζομαι [v. pass.] ενημερωμένος [agg.]
ενεχυριάζω {ενεχυρίασ... ενημερώνομαι [v. pass.]
ενεχυρίαση [s. femm.] ενημερώνω {ενημέρω-σ...
ενεχυριασμένος [agg.] ενημέρωση {-ης κ. -ώ...
ενεχυριαστής [s. masch.] ενημερωτικός [agg.]
ενεχυριάστρια {ενεχυριασ... ενήντα [agg. num. card.]
ενέχυρο {ενεχύρ-ου... ένθα [avv.]
ενεχυρόγραφο [s. nt.] ενθάδε [avv.]
ενεχυροδανειστήριο {ενεχυροδα... ενθαλπία [s. femm.]
ενεχυροδανειστής [s. masch.] ενθαρρύνομαι [v. pass.]
ενεχυροδανείστρια [s. femm.] ενθάρρυνση [-εις]
ενέχω {ενείχα (π... ενθαρρυντικός [agg.]
ενζυματικός [agg.] ενθαρρύνω {ενεθάρρυν...
ενζυμικός [agg.] ένθεν [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: