Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εμπτυσμός [s. masch.] εμφαντικώτατος [agg.]
εμπυάζω μππ. εμπυα... εμφαντικώτερος [agg.]
εμπύημα {εμπυήμ-ατ... εμφαντικώτερος [agg.]
εμπύηση [s. femm.] έμφαση {-ης κ. -ά...
εμπυούμαι [-ούσαι, -... εμφατικά [avv.]
εμπύρετος [agg.] εμφατικός [agg.]
εμπύρευμα {εμπυρεύμ-... εμφατικότατος [agg.]
εμπύρηνος [agg.] εμφατικότατος [agg.]
έμπυρος [agg.] εμφατικότερος [agg.]
εμφαίνομαι (μόνο στο ... εμφατικότερος [agg.]
εμφαίνω {μόνο στον... εμφατικώτατος [agg.]
εμφανέστατος [agg.] εμφατικώτατος [agg.]
εμφανέστερος [agg.] εμφατικώτερος [agg.]
εμφανής {εμφαν-ούς... εμφατικώτερος [agg.]
εμφανίζομαι [v. pass.] εμφιαλωμένος [agg.]
εμφανίζω {εμφάνισ-α... εμφιαλώνω {εμφιάλω-σ...
εμφάνιση {-ης κ. -ί... εμφιάλωση [s. femm.]
εμφανίσιμος [agg.] εμφιαλωτής [s. masch.]
εμφανιστήριο {εμφανιστη... εμφιλοχωρώ {εμφιλοχωρ...
εμφαντικός [agg.] έμφοβος [agg.]
εμφαντικότατος [agg.] έμφραγμα {εμφράγμ-α...
εμφαντικότατος [agg.] εμφραγματίας {εμφραγματ...
εμφαντικότερος [agg.] εμφρακτικός [agg.]
εμφαντικότερος [agg.] έμφρακτο [s. nt.]
εμφαντικώτατος [agg.] έμφραξη {-ης κ. -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: