Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εμμένω Ρ αόρ. ενέ... εμπαθέστατος [agg.]
έμμεσα [avv.] εμπαθέστερος [agg.]
έμμεσος [agg.] εμπαθής {εμπαθ-ούς...
εμμέσως [avv.] εμπαιγμός [s. masch.]
έμμετρος [agg.] εμπαίζομαι αόρ. ενέπα...
εμμετρωπία [s. femm.] εμπαίζω {ενέπαιξα,...
εμμετρωπικός [agg.] εμπαικτικός [agg.]
έμμηνα {εμμήνων} εμπάργκο [s. nt.]
εμμηναγωγός [agg.] εμπασιά [s. femm.]
εμμηναρχή [s. femm.] εμπατίκια [s. nt. pl.]
εμμηνόπαυση {-ης κ. -α... Εμπεδοκλής {-ή κ. -έο...
εμμηνοπαυσιακός [agg.] έμπεδος [agg.]
εμμηνορραγία {εμμηνορρα... εμπεδωμένος [agg.]
Εμμηνορραγικός [agg.] εμπεδώνω {εμπέδω-σα...
εμμηνόρροια {χωρ. πληθ... εμπέδωση {-ης κ. -ώ...
εμμηνορροϊκός [agg.] εμπειρία {εμπειριών...
εμμηνορρυσία [s. femm.] εμπειριαρχία [s. femm.]
έμμηνος [agg.] εμπειρικά [avv.]
έμμισθος [agg.] εμπειρικισμός [s. masch.]
έμμισχος [agg.] εμπειρικός [agg.]
εμμονή [s. femm.] εμπειριοκρατία [s. femm.]
έμμονος [agg.] εμπειρισμός [s. masch.]
εμορφοδιωματούσα [agg.] εμπειριστής [s. masch.]
έμπα [s. nt.] εμπειριστικός [agg.]
εμπάθεια {εμπαθειών... εμπειρογνώμονας {(θηλ. εμπ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: