Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εμπειρογνωμοσύνη [s. femm.] εμπλουτίζω {εμπλούτισ...
εμπειρογνώμων {εμπειρογν... εμπλουτισμένος [agg.]
εμπειροπόλεμος [agg.] εμπλουτισμός {χωρ. πληθ...
έμπειρος [agg.] έμπλωρος [agg.]
εμπειρότατος [agg.] εμπνέομαι Ρ αόρ. ενέ...
εμπειρότερος [agg.] έμπνευση {-ης κ. -ε...
εμπειροτεχνία [s. femm.] εμπνευσμένος [agg.]
εμπεριστατωμένα [avv.] εμπνευστής [s. masch.]
εμπεριστατωμένος [agg.] εμπνευστικός [agg.]
εμπέτασμα {εμπετάσμ-... εμπνεύστρια [s. femm.]
εμπίπτει [v. imp.] εμπνέω {ενέπνευσα...
εμπίπτω (μόνο στο ... εμπνοή [s. femm.]
έμπιστα [avv.] εμποδίζομαι [v. pass.]
εμπιστεύομαι {εμπιστεύ-... εμποδίζω {εμπόδισ-α...
εμπιστευτικά [avv.] εμπόδιο {εμποδί-ου...
εμπιστευτικός [agg.] εμπόδιση [s. femm.]
έμπιστος [agg.] εμποδισμένος [agg.]
έμπιστος [s. masch.] εμποδιστής {εμποδιστρ...
εμπιστοσύνη {χωρ. πληθ... εμποδιστικός [agg.]
έμπλαστρο {εμπλάστρ-... εμποδίστρια {εμποδιστρ...
εμπλέκομαι Ρ αόρ. ενέ... εμπόλεμοι [s. masch. pl.]
εμπλέκω {ενέπλ-εξα... εμπόλεμος [agg.]
έμπλεος [agg.] εμπολή [s. femm.]
εμπλοκή [s. femm.] εμποράκος [s. masch.]
εμπλουτίζομαι [v. pass.] έμπορας [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: