Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ελλαδικός [agg.] ελληνισμός {χωρ. πληθ...
Ελλαδίτισσα [s. femm.] ελληνιστής {ελληνιστρ...
ελλανοδίκης {ελλανοδικ... ελληνιστικός [agg.]
Ελλάς [-άδος] ελληνίστρια {ελληνιστρ...
έλλειμμα {ελλείμμ-α... Ελληνοαμερικάνα [s. femm.]
ελλειμματικός [agg.] Ελληνοαμερικανίδα [s. femm.]
ελλειπτικά [avv.] ελληνοδιδασκάλισσα [s. femm.]
ελλειπτικός [agg.] Ελληνοκυπρία [s. femm.]
ελλείπω {μόνο στον... Ελληνοκύπρια [s. femm.]
έλλειψη {-ης κ. -ε... ελληνολάτρης {ελληνολατ...
ελλειψογράφος [s. masch.] ελληνολάτρισσα {ελληνολατ...
ελλειψοειδές [agg.] ελληνομάθεια [s. femm.]
ελλειψοειδής {ελλειψοει... ελληνόπουλο {χωρ. γεν....
Έλλην [s. masch.] ελληνοπρεπέστατος [agg.]
Έλληνας {Ελλήνων} ελληνοπρεπέστερος [agg.]
Ελληνίδα {Ελληνίδων... ελληνορθόδοξος [agg.]
ελληνικά [s. nt. pl.] ελληνορωμαϊκός [agg.]
ελληνικάδικο [s. nt.] ελληνοτουρκικός [agg.]
ελληνικοποιώ [v. trans.] ελληνοχριστιανικός [agg.]
ελληνικός [agg.] ελλιμενίζομαι [v. pass.]
ελληνικότατος [agg.] ελλιμενίζω {ελλιμένισ...
ελληνικότερος [agg.] ελλιμενισμός [s. masch.]
ελληνικότητα [s. femm.] ελλιπέστατος [agg.]
ελληνικώτατος [agg.] ελλιπέστερος [agg.]
ελληνικώτερος [agg.] ελλιπής {ελλιπ-ούς...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: