Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ελλιπώς [avv.] ελώδης {ελώδ-ους ...
ελλόγιμος [agg.] εμαγιέ [agg.]
ελλογιμότατος [agg.] εμάς [pron.]
ελλογιμότερος [agg.] εμβαδό [s. nt.]
ελλογιμότητα [s. femm.] εμβαδομέτρηση {-ης κ. -ή...
ελλογιμώτατος [agg.] εμβαδομετρικός [agg.]
ελλογιμώτερος [agg.] εμβαδόμετρο {εμβαδομέτ...
έλλογος [agg.] εμβαδόν [s. nt.]
ελλοχεύω {μόνο σε ε... εμβάζομαι [v. pass.]
ελλύχνιο {ελλυχνί-ο... εμβάζω {έμβασα}
έλμινθες [s. masch. pl.] εμβάθυνση [s. femm.]
ελμινθίαση {-ης κ. -ά... εμβαθυντικός [agg.]
ελμινθιντικό [agg.] εμβαθύνω {εμβάθυνα}...
ελμινθοειδής {ελμινθοει... εμβάλλομαι Ρ πρτ. ενέ...
ελμινθολογία [s. femm.] εμβάλλω {ενέβαλα, ...
ελμινθολογικός [agg.] εμβαλώνω [v. trans.]
ελμινθολόγος [s. masch.] εμβαπτίζομαι [v. pass.]
έλξη [-εις] εμβαπτίζω {εμβάπτισ-...
ελονοσία {χωρ. πληθ... εμβάς [s. femm.]
έλος {έλ-ους | ... έμβασμα {εμβάσμ-ατ...
ελπίδα {-ας κ. (λ... εμβατήριο {εμβατηρί-...
ελπιδοφόρος [agg.] εμβέλεια {χωρ. πληθ...
ελπίζω αόρ. και ή... έμβιος [agg.]
ελπιστικός [agg.] έμβλημα {εμβλήμ-ατ...
έλυτρο {ελύτρ-ου ... εμβληματικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: