Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ελευθερώνω {ελευθέρω-... ελικόπτερο {ελικοπτέρ...
ελευθέρωση [s. femm.] Ελικών [nome pr. femm.]
ελευθέρωσις [s. femm.] Ελικώνειος [agg.]
ελευθερωτής [s. masch.] έλιξ [s. femm.]
ελευθερωτικός [agg.] ελιξίριο [s. nt.]
ελευθερώτρα [s. femm.] ελισαβετιανός [agg.]
ελευθερώτρια {ελευθερωτ... ελίσσομαι {ελίχθηκα}...
έλευση {-ης κ. -ε... ελίτ {άκλ.}
Ελευσίνα [s. femm.] ελιτισμός {χωρ. πληθ...
ελευσίνιος [agg.] ελιτιστής [s. femm.]
ελέφαντας {ελεφάντων... έλκηθρο {ελκήθρ-ου...
ελεφαντένιος [agg.] έλκομαι [v. pass.]
ελεφαντίαση {-ης κ. -ά... έλκος {έλκ-ους |...
ελεφαντίνα {χωρ. γεν.... ελκύομαι [v. pass.]
ελεφάντινος [agg.] έλκυση [s. femm.]
ελεφαντόδοντο [s. nt.] ελκυστικά [avv.]
ελεφαντοστό [s. nt.] ελκυστικός [agg.]
ελέφας [s. masch.] ελκυστικότατος [agg.]
ελεώ {ελεείς...... ελκυστικότερος [agg.]
έλη [s. nt. pl.] ελκυστικότητα [s. femm.]
ελιά [s. femm.] ελκυστικώτατος [agg.]
ελιγμός [s. masch.] ελκυστικώτερος [agg.]
έλικας {ελίκων} ελκύω {παρατ. εί...
ελικοδρόμιο {ελικοδρομ... ελκώ, έλκω [-οίς, -οί...
ελικοειδής {ελικοειδ-... έλκωση {-ης κ. -ώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: