Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εκτοπίζομαι [v. pass.] εκτρέφω {εξέθρεψα ...
εκτοπίζω {εκτόπισ-α... έκτροπα {εκτρόπων}
εκτοπικός [agg.] εκτροπή [s. femm.]
εκτόπιση [s. femm.] έκτροπο [s. nt.]
εκτοπισθείς [agg.] εκτροφέας [s. masch.]
εκτόπισμα {εκτοπίσμ-... εκτροφείο [s. nt.]
εκτοπισμένος [agg.] εκτροφή [s. femm.]
εκτοπισμός [s. masch.] εκτροχιάζομαι (εκτροχ-ιά...
εκτόπλασμα {εκτοπλάσμ... εκτροχιασμένος [agg.]
έκτοπος [agg.] εκτροχιασμός [s. masch.]
Έκτορας [nome pr. masch.] έκτρωμα {εκτρώμ-ατ...
έκτος [agg.] έκτρωση {-ης κ. -ώ...
εκτός [prep.] εκτύλιξη [s. femm.]
έκτοτε [avv.] εκτυλίσσομαι [v. pass.]
εκτουρκίζομαι [v. pass.] εκτυλίσσω {εκτύλι-ξα...
εκτραπείς [agg.] έκτυπο [s. nt.]
εκτραχηλίζομαι {εκτραχηλί... εκτυπώνω {εκτύπω-σα...
εκτραχηλισμός [s. masch.] εκτύπωση {-ης κ. -ώ...
εκτραχύνομαι [v. pass.] εκτυπώσιμος [agg.]
εκτράχυνση [s. femm.] εκτυπωτής [s. masch.]
εκτραχύνω {εκτράχυν-... εκτυπωτικός [agg.]
εκτρέπομαι Ρ αόρ. εξέ... εκτυφλώνω {εκτύφλω-σ...
εκτρεπόμενος [agg.] εκτυφλωτικός [agg.]
εκτρέπω {εξέτρεψα,... Έκτωρ {Έκτορ-ος,...
εκτρέφομαι Ρ αόρ. εξέ... Έκτωρας [nome pr. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: