Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εκμετάλλευση {-ης κ. -ε... εκνευρίζομαι [v. pass.]
εκμεταλλεύσιμος [agg.] εκνευρίζω {εκνεύρισ-...
εκμεταλλευτής [s. masch.] εκνευρισμένος [agg.]
εκμεταλλεύτρια {εκμεταλ-λ... εκνευρισμός [s. masch.]
εκμηδενίζομαι [v. pass.] εκνευριστικά [avv.]
εκμηδενίζω {εκμηδένισ... εκνευριστικός [agg.]
εκμηδένιση {-ης κ. -ί... έκνομα [avv.]
εκμηδενισμένος [agg.] εκνομία [s. femm.]
εκμηδενισμός [s. masch.] έκνομος [agg.]
εκμηδενιστικός [agg.] εκνόμως [avv.]
εκμηχανίζομαι [v. pass.] εκούσια [avv.]
εκμηχανίζω [v. trans.] εκούσιος [agg.]
εκμηχάνιση [s. femm.] εκουσίως [avv.]
εκμηχανισμένος [agg.] έκπαγλος [agg.]
εκμισθώνω {εκμίσθω-σ... εκπαιδευμένος [agg.]
εκμίσθωση [s. femm.] εκπαιδεύομαι [v. pass.]
εκμισθωτής {εκμισθωτρ... εκπαίδευση {-ης κ. -ε...
εκμισθώτρια {εκμισθωτρ... εκπαιδεύσιμος {εκπαιδευσ...
εκμοντερνίζομαι [v. pass.] εκπαιδευτήριο {εκπαιδευτ...
εκμυζητήρας [s. femm.] εκπαιδευτής [s. masch.]
εκμυστηρεύομαι {εκμυστηρε... εκπαιδευτικοί [s. masch. pl.]
εκμυστήρευση {-ης κ. -ε... εκπαιδευτικός [agg.]
εκμυστηρευτικός [agg.] εκπαιδευτικός [s. masch. e femm.]
εκναυλώνομαι [v. pass.] εκπαιδεύτρια {εκπαιδευτ...
εκναυλώτρια [s. femm.] εκπαιδεύω {εκπαίδευ-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: