Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εθελοντισμός [s. masch.] εθνικός [agg.]
εθελοτυφλία [s. femm.] εθνικοσοσιαλισμός [s. masch.]
εθελοτυφλώ {εθελοτυφλ... εθνικότητα {εθνικοτήτ...
εθελούσιος [agg.] εθνικόφρονας [agg.]
εθελουσίως [avv.] εθνικοφροσύνη [s. femm.]
εθίζομαι [v. pass.] εθνισμός [s. masch.]
εθίζω {εθίσ-τηκα... εθνογραφία [s. femm.]
εθιμικά [avv.] εθνογραφικός [agg.]
εθιμικός [agg.] εθνογράφος [s. masch. e femm.]
έθιμο {εθίμ-ου |... εθνολογία {χωρ. πληθ...
εθιμοτυπία {χωρ. πληθ... εθνολογικός [agg.]
εθιμοτυπικός [agg.] εθνολόγος [s. masch. e femm.]
εθισμένος [agg.] εθνομάρτυρας {εθνομαρτύ...
εθισμός {χωρ. πληθ... εθνοπατέρας [s. masch.]
εθνάρχης {εθναρχών} εθνοπρεπέστατος [agg.]
εθνεγερσία {εθνεγερσι... εθνοπρεπέστερος [agg.]
εθνικά [s. nt. pl.] έθνος {έθν-ους |...
εθνικά [avv.] εθνόσημο {εθνοσήμ-ο...
εθνικισμός [s. masch.] εθνοσυνέλευση {-ης κ. -ε...
εθνικιστής {εθνικιστρ... εθνοσωτήρας [s. masch.]
εθνικιστικός [agg.] εθνοσωτήριος [agg.]
εθνικίστρια [s. femm.] εθνότητα {-ας κ. (λ...
εθνικοί [s. masch. pl.] εθνοφρουρά [s. femm.]
εθνικοποίηση {-ης κ. -ή... εθνοφρουρός [s. masch.]
εθνικοποιώ [-είς, -εί... εθνοφύλακας [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: