Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εγωίστρια {εγωιστριώ... εδραίος [agg.]
εγωκεντρικός [agg.] εδραιωμένος [agg.]
εγωκεντρισμός [s. masch.] εδραιώνομαι [v. pass.]
εγωλατρία {χωρ. πληθ... εδραιώνω {εδραίω-σα...
εγωμανία [s. femm.] εδραίωση [s. femm.]
εγωπάθεια (χωρίς πλη... έδρανο [s. nt.]
εγωπαθέστατος [agg.] έδραση [s. femm.]
εγωπαθέστερος [agg.] εδρεύω {μόνο σε ε...
εγωπαθής {εγωπαθ-ού... εδώ [avv.]
εγωτίστρια [s. femm.] εδώ! [int.]
εδαφικός [agg.] εδώδιμα [s. nt. pl.]
εδάφιο {εδαφί-ου ... εδωδιμοπωλείο [s. nt.]
εδαφολογία [s. femm.] εδώδιμος [agg.]
εδαφολογικός [agg.] εδώθε [avv.]
έδαφος {εδάφ-ους ... εδώλιο {εδωλί-ου ...
εδέησε [v. imp.] ΕΕ [sigla]
Εδέμ [s. femm.] εζήτησις [s. femm.]
εδεσίτισσα [s. femm.] ΕΗΤΖ [sigla]
έδεσμα {εδέσμ-ατο... εθελόδουλος [agg.]
εδεσματολόγιο {εδεσματολ... εθελοθυσία {εθελοθυσι...
εδικός [agg.] εθελοντής {εθελοντρι...
Εδιμβούργο [s. nt.] εθελοντικά [avv.]
έδρα {εδρών} εθελοντικός [agg.]
εδράζομαι [v. pass.] εθελοντισμός [s. masch.]
εδράζω {μόνο σε ε... εθελοτυφλία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: