Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εγκεφαλοπάθεια {εγκεφαλοπ... εγκλωβίζω {εγκλώβισ-...
εγκέφαλος {εγκεφάλ-ο... εγκλωβισμός [s. masch.]
εγκλεισμός [s. masch.] εγκολεασμός [s. masch.]
έγκλειστος {εγκλείστ-... εγκόλλητος [agg.]
εγκλείω {ενέκλεισα... εγκόλπιο {εγκολπί-ο...
εγκληθείς [agg.] εγκολπώνομαι {εγκολπώ-θ...
έγκλημα {εγκλήμ-ατ... εγκόλπωση [s. femm.]
εγκληματίας {εγκληματι... εγκοπή [s. femm.]
εγκληματίες [sost femm. pl.] εγκόσμια {εγκόσμιων...
εγκληματικός [agg.] εγκόσμιος [agg.]
εγκληματικότητα {χωρ. πληθ... εγκοσμιότητα [s. femm.]
εγκληματολογία {χωρ. πληθ... εγκράτεια {χωρ. πληθ...
εγκληματολόγος [s. masch. e femm.] εγκρατέστατος [agg.]
εγκληματώ {εγκληματε... εγκρατέστερος [agg.]
έγκληση {-ης κ. -ή... εγκρατής {εγκρατ-ού...
εγκλιματίζομαι [v. pass.] εγκρεμνός [s. masch.]
εγκλιματίζω {εγκλιμάτι... εγκρίνω {ενέκρινα,...
εγκλιμάτιση [s. femm.] έγκριση {-ης κ. -ί...
εγκλιματισμένος [agg.] εγκριτικός [agg.]
εγκλιματισμός [s. masch.] έγκριτος [agg.]
έγκλιση {-ης κ. -ί... εγκύκλιος [agg.]
έγκλισις [s. femm.] εγκύκλιος {εγκυκλί-ο...
εγκλιτική [s. femm.] εγκυκλοπαίδεια [s. femm.]
εγκλιτικός [agg.] εγκυκλοπαιδεία {εγκυκλοπα...
εγκλωβίζομαι [v. pass.] εγκυκλοπαιδικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: