Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ε! [int.] εβδομηντάρα {χωρ. γεν....
εαμίτισσα {εαμιτισσώ... εβδομηντάρης {εβδομηντά...
εάν [cong.] εβδομηνταριά {χωρ. πληθ...
έαρ {έαρος | χ... έβδομος {εβδόμου}
εαρινός [agg.] εβένινος [agg.]
εαυτά [pron.] έβενος {εβέν-ου |...
εαυτές [pron.] εβίβα [int.]
εαυτή [pron.] Εβραία [s. femm.]
εαυτό [pron.] εβραίικος [agg.]
εαυτόν [pron.] Εβραίισσα [s. femm.]
εαυτός [pron.] εβραϊκά [s. nt. pl.]
εβαπορέ [agg.] εβραϊκός [agg.]
έβγα [s. nt.] Εβραίος [s. masch.]
εβγαίννω [v. intr.] εβραϊσμός [s. masch.]
εβγαλιμένος [agg.] εβραϊστής [s. masch.]
εβδομάδα λόγ. γεν. ... εβραϊστί [s. nt.]
εβδομαδιαίος [agg.] έγγαμος [agg.]
εβδομαδιαίως [avv.] εγγαστριμυθικός [agg.]
εβδομαδιάτικο [s. nt.] εγγαστρίμυθος [agg.]
εβδομαδιάτικος [agg.] εγγεγραμμένος [agg.]
εβδομήκοντα [agg. num. card.] εγγειοβελτιωτικός [agg.]
εβδομηκονταετηρίδα [s. femm.] εγγενής {εγγεν-ούς...
εβδομηκονταετία [s. femm.] εγγίζω πρτ. ήγγιζ...
εβδομηκοστός [agg.] εγγίζω πρτ. ήγγιζ...
εβδομήντα [agg. num. card.] έγγιστα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: