Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Εγγλέζα [s. femm.] εγγυούμαι [-άσαι, -ά...
εγγλέζικα [s. nt. pl.] εγγύς {εγγύτ-ερα...
εγγλέζικος [agg.] εγγύτατος [agg.]
Εγγλέζος [s. masch.] εγγύτερος [agg.]
εγγονή [s. femm.] εγγύτητα {χωρ. πληθ...
εγγόνι {χωρ. γεν.... εγγυώμαι {εγγυάσαι....
εγγονός [s. masch.] εγείρομαι Ρ πρτ. και...
εγγράμματος [agg.] εγείρω {ήγ-ειρα, ...
έγγραφα [s. nt. pl.] εγελιανός [s. masch.]
εγγραφή [s. femm.] έγερση [-εις]
έγγραφο [s. nt.] εγερτήριο {εγερτηρί-...
εγγράφομαι αόρ. ενέγρ... εγερτήριος [agg.]
έγγραφος [agg.] έγινε! [int.]
εγγράφω {ενέγραψα,... Εγίρα [s. femm.]
εγγράφως [avv.] εγκάθειρκτος [agg.]
εγγράψιμος [agg.] εγκάθετος {εγκαθέτ-ο...
εγγυημένος [agg.] εγκαθίδρυση {-ης κ. -ύ...
εγγύηση {-ης κ. -ή... εγκαθιδρύω {εγκαθίδρυ...
εγγυητής {εγγυητριώ... εγκαθίσταμαι [v. pass.]
εγγυητικός [agg.] εγκαθιστώ {εγκαθιστά...
εγγυήτρια {εγγυητριώ... εγκαίνια {εγκαινίων...
εγγυοδοσία {εγγυοδοσι... εγκαινιάζω {εγκαινίασ...
εγγυοδότης [s. masch.] εγκαινιάζων [agg.]
εγγυοδότρια [s. femm.] εγκαινίαση [s. femm.]
εγγυοδοτώ [-είς, -εί... εγκαινιασμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: